- ὁλονύκτια
- ὁλονύκτιοςthe whole night throughneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολονυκτία — η βλ. ολονυχτία … Dictionary of Greek
διανυκτέρευση — η (Α διανυκτέρευσις, εως) [διανυκτερεύω] 1. ολονύκτια παραμονή σε ένα μέρος 2. ολονύκτια αγρυπνία, ξενύχτι, νυχτέρι … Dictionary of Greek
παννυχίδα — Γιορτή που διαρκεί όλη τη νύχτα, αλλά και η ολονύκτια ακολουθία στους χριστιανικούς ναούς την παραμονή μιας μεγάλης γιορτής. Στα μοναστήρια χρησιμοποιείται ο όρος αγρυπνία. Η συνήθεια των π. είναι αρκετά παλιά και φαίνεται να καθιερώθηκαν τον 4o… … Dictionary of Greek
αγρυπνία — και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) [ἄγρυπνος] το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα μσν. νεοελλ. ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών αρχ. το χρονικό διάστημα τής φρούρησης, τής σκοπιάς 2.… … Dictionary of Greek
αγρυπνητής — ο (θηλ. πνήτρα και πνήτρια) [αγρυπνώ] αυτός που ξαγρυπνά και ιδιαίτερα αυτός που παρακολουθεί εκκλησιαστική αγρυπνία (κν. ολονυκτία) … Dictionary of Greek
διυπνισταί — διυπνισταί, οι (Μ) μοναχοί που έχουν ως έργο να προσέχουν ώστε να παραμένουν άγρυπνοι οι μοναχοί κατά τον όρθρο ή την ολονυκτία … Dictionary of Greek
ολονυχτία — και ολονυκτία, η 1. αγρύπνια καθ όλη τη νύχτα, διανυκτέρευση 2. εκκλησιαστική ακολουθία κατά την παραμονή τών μεγάλων εορτών, που διαρκεί όλη τη νύχτα 3. εκκλ. αγρυπνία που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού… … Dictionary of Greek
παννυξία — ή, Α 1. το πλήρες σκοτάδι 2. ολονυκτία, ξενύχτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νύξ, νυκτός] … Dictionary of Greek
παννυχί — Μ επίρρ. καθ όλη τη νύχτα, σε ολονυκτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάννυχος + επιρρμ. κατάλ. ί (πρβλ. πανδημ ι)] … Dictionary of Greek
παννυχεύω — Μ [πάννυχος] τελώ ολονυκτία σε ναό … Dictionary of Greek